συλλαλώ

συλλαλώ
-έω, ΜΑ [λαλῶ]
μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή μιλώ με κάποιον, συνομιλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συλλαλῶ — συλλαλέω talk with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συλλαλέω talk with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συλλαλέω talk with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συλλαλέω talk with pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • συλλάλημα — τὸ, Α [συλλαλῶ] (κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις» …   Dictionary of Greek

  • συλλάλησις — ήσεως, ἡ, Α [συλλαλῶ] συλλάληλα* …   Dictionary of Greek

  • συλλαλητήριο — το, Ν δημόσια μαζική συγκέντρωση κατά την οποία διαδηλώνεται η έγκριση και η επιδοκιμασία ή η διαμαρτυρία τού πλήθους για ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος ή προς ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαλώ + επίθημα τήριο (πρβλ. διαβα… …   Dictionary of Greek

  • συλλαλιά — ἡ, Α [συλλαλῶ] συλλαλημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”